- κραυρότης
- κραυρότης, -ητος, ἡ (Α) [κραύρος]η εξαιτίας τής ξηρότητας ευθρυπτότητα, η ιδιότητα τού εύθραυστου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραυρότης — brittleness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυρότητι — κραυρότης brittleness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυρότητος — κραυρότης brittleness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)